- άρτυση
- [-ις (-εως)] η1) приправление (пищи); 2) нарушение поста
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀρτύσῃ — ἀρτύσηι , ἄρτυσις dressing fem dat sg (epic) ἀρτύω arrange aor subj mid 2nd sg ἀρτύω arrange aor subj act 3rd sg ἀρτύω arrange fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλάτισμα — το [αλατίζω] 1. η άρτυση τού φαγητού με αλάτι 2. ταρίχευση, πάστωμα 3. έξυπνος λόγος, ευφυολογία … Dictionary of Greek
πιπέρωμα — το, Ν [πιπερώνω] η ενέργεια τού πιπερώνω, η άρτυση εδέσματος με πιπέρι … Dictionary of Greek
αλάτισμα — το, ατος το ρίξιμο αλατιού για άρτυση ή συντήρηση: Το αλάτισμα του τυριού τελείωσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)